- αλυσίδωμα
- τό1) заковывание в цепи; 2) оцепление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλυσίδωμα — το, ατος το δέσιμο με αλυσίδες: Παλιότερα θεωρούνταν απαραίτητο το αλυσίδωμα του κατάδικου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλυσίδωμα — το [αλυσιδώνω] δέσιμο ή φράξιμο με αλυσίδες … Dictionary of Greek
αλυσίδωσις — ἁλυσίδωσις ( εως), η (Μ) [ἁλυσιδῶ] δέσιμο, σύνδεση με αλυσίδα, αλυσίδωμα … Dictionary of Greek
αλυσιδώνω — (Μ ἁλυσιδῶ όω) δένω, συνδέω με αλυσίδες νεοελλ. 1. φράζω με αλυσίδες 2. ενώνω κρίκους μεταξύ τους για να κατασκευάσω αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυσίδα. ΠΑΡ. μσν. ἁλυσίδωσις νεοελλ. αλυσίδωμα, αλυσιδωμένος] … Dictionary of Greek
αλυσοδέσιμο — το [αλυσοδένω] αλυσίδωμα, δέσιμο με αλυσίδες … Dictionary of Greek
αλυσόδεμα — το, ατος το αλυσίδωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)